Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τὰ μέρη

  • 1 Measure

    subs.
    P. and V. μέτρον, τό.
    Measures and weights: V. μέτρα... καὶ μέρη σταθμῶν (Eur., Phoen. 541; cf. Ar., Av. 1040-1041).
    Criterion: P. and V. κανών, ὁ.
    Limit: P. and V. ὅρος, ὁ, πέρας, τό.
    Due limit: P. and V. μέτρον, τό.
    Beyond measure: use adv., V. περμέτρως (Eur., frag.); see also Excessively.
    Allowance: P. μέτρον, τό (Plat., Rep. 621A), V. μέτρημα, τό.
    Time, rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.
    Metre: Ar. and P. μέτρον, τό.
    Dance: see Dance.
    Legislative act: P. and V. ψήφισμα, τό.
    Measures, policy: P. προαίρεσις, ἡ.
    Take measures, v.: P. and V. βουλεύεσθαι.
    Take extreme measures: P. and V. νήκεστόν τι δρᾶν, P. ἀνήκεστόν τι βουλεύειν (Thuc. 1, 132).
    In like measure: P. and V. ἐξ σου.
    He contributed in some small measure to...: P. μέρος τι συνεβάλετο (gen.).
    Have hard measure, v.: P. and V. κακῶς πάσχειν.
    Measure for measure: P. ἴσα ἀντʼ ἴσων; see tit for tat.
    Repay measure for measure: V. τὸν αὐτὸν... τίσασθαι τρόπον (Æsch., Theb. 638).
    Requite in equal measure: P. τοῖς ὁμοίοις ἀμύνεσθαι (acc.).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. μετρεῖν, σταθμᾶσθαι (Plat.), συμμετρεῖσθαι, ναμετρεῖν (or mid.), V. σταθμᾶν (mid. also in P.), ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).
    Measure out: P. and V. μετρεῖν, P. διαμετρεῖν, V. ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).
    Have measured out to one: P. μετρεῖσθαι, διαμετρεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Measure

  • 2 Third

    adj.
    P. and V. τρτος, also with words expressing day, V. τριταῖος.
    To arrive on the third day: P. τριταῖος ἀφικνεῖσθαι (Thuc. 3, 3).
    For the third time: P. and V. τρτον, P. τὸ τρίτον.
    In the third place: P. and V. τρτον.
    The third prize: P. τριτεῖα, τά.
    The third generation: V. τριτόσπορος γονή, ἡ (Æsch., Pers. 818).
    Third-rate actor: P. τριταγωνιστής, ὁ.
    Play third-rate parts, v.: P. τριταγωνιστεῖν.
    ——————
    subs.
    P. τριτημόριον, τό.
    Two-thirds: P. τὰ δύο μέρη.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Third

  • 3 Weight

    subs.
    P. and V. σταθμός, ὁ (Eur., Bacch. 811).
    Giving a vast weight of gold: V. μυρίον γε δοὺς χρυσοῦ σταθμόν (Eur., Bacch. 811).
    Worth its weight in silver, adj.: V. σάργυρος.
    Weights and measures: V. μέτρα... καὶ μέρη σταθμῶν (Eur., Phoen. 541; cp. Ar. Av. 1040-1041).
    Leaden weight, subs.: P. and V. μολυβδς, ἡ (Soph., frag.).
    Heaviness: P. βαρύτης, ἡ, V. βρος, τό.
    Burden: P. and V. ἄχθος, τό, Ar. and V. βρος, τό, V. βρῖθος, τό.
    Bulk: P. and V. ὄγκος, ὁ.
    Dignity: P. and V. ὄγκος, ὁ; see Dignity.
    Importance: P. and V. ῥοπή, ἡ.
    Have weight, influence: P. and V. ῥοπὴν ἔχειν, δύναμιν ἔχειν; see weigh, v.
    Of persons: P. and V. δύνασθαι, ἰσχειν, V. βρθειν.
    The same words coming from obscure speakers have not the same weight as when they come from men of note: V. λόγος γὰρ ἔκ τʼ ἀδοξούντων ἰὼν κἀκ τῶν δοκούντων αὑτὸς οὐ ταὐτὸν σθένει (Eur., Hec. 294).
    Gifted with more weight of prowess than of sense: V. μείζονʼ ὄγκον δορὸς ἔχοντες ἢ φρενῶν (Eur., Tro. 1158).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Weight

См. также в других словарях:

  • μέρη — μέρα fem nom/voc sg (epic ionic) μέρος share neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μέρος share neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρῃ — μέρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάτω Μέρη — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Τα Κ.Μ. βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Δωρίου …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»